Μάγερ, Χανς

Μάγερ, Χανς
(Hans Meyer, 1858 – 1929). Γερμανός εξερευνητής. Αρχικά εργάστηκε στο Βιβλιογραφικό Ινστιτούτο που διηύθυνε ο πατέρας του και έπειτα ταξίδεψε επί 30 χρόνια και εξερεύνησε γνωστές και άγνωστες χώρες, ιδιαίτερα τις τότε αφρικανικές γερμανικές αποικίες. Το 1888 εξερεύνησε πρώτος το όρος Κιλιμάντζαρο και έδωσε το όνομα του Κάιζερ Γουλιέλμου στην ψηλότερη κορυφή του (6.010 μ.). Διετέλεσε μέλος του Γερμανικού Αποικιακού Συμβουλίου από το 1901, αλλά παραιτήθηκε το 1914 για να αναλάβει τη διεύθυνση του Βιβλιογραφικού Ινστιτούτου. Από τα έργα που έγραψε ξεχωρίζουν: Ένα παγκόσμιο ταξίδι (1884), Στην κορυφή του Κιλιμάντζαρο (1888), Η νήσος Τενερίφη, Ο γερμανικός λαός, Οι σιδηρόδρομοι στην τροπική Αφρική (1902) και το Πορτογαλικό αποικιακό κράτος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Γένσεν, Χανς Γιοχάνες Ντάνιελ — (Hans Johannes Daniel Jensen, Αμβούργο 1907 – 1973). Γερμανός φυσικός. Ανέπτυξε την επιστημονική του δραστηριότητα στη γενέτειρά του έως το 1937 και μετά εγκαταστάθηκε στο Ανόβερο, όπου παρέμεινε έως το 1941. Το 1949 έγινε καθηγητής της φυσικής… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Χολμπάιν — (Holbein). Οικογένεια Γερμανών ζωγράφων και χαρακτών του 15ου και 16ου αι. 1. Χανς X. ο Πρεσβύτερος (Άουγκσμπουργκ γύρω στο 1460 – Ίζενχαϊμ 1524). Γεννημένος σε ένα από τα μεγαλύτερα κέντρα της γερμανικής Αναγέννησης αφομοίωσε κατά τα νεανικά του …   Dictionary of Greek

  • εξπρεσιονισμός — Καλλιτεχνικό και λογοτεχνικό κίνημα. Εκδηλώθηκε στη Γερμανία από το 1910 έως το 1925 και αντιπροσωπεύει τη γερμανική παραλλαγή της μεγάλης ευρωπαϊκής επανάστασης της πρωτοπορίας. Τον όρο ε. χρησιμοποίησε πρώτη φορά το 1901 στη Γαλλία ο ζωγράφος… …   Dictionary of Greek

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • βιομηχανία — Κάθε εργασία με την οποία μετατρέπεται μια πρώτη ύλη σε είδος χρήσιμο για τον άνθρωπο. Με τον όρο β. δηλώνεται στην οικονομική γλώσσα η δραστηριότητα που αποβλέπει να επαυξήσει την ωφελιμότητα και την αξία των ήδη υπαρχόντων αγαθών με τη… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”